φιλοκόλαξ
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, fond of flatterers, Arist.EN1159a14, Rh.1371b23, Phld.Herc.1457 Fr.15, Plu.2.49a.
German (Pape)
[Seite 1281] ακος, Schmeichler, Schmarotzer liebend; Arist. eth. 8, 8 rhet. 1, 11; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
qui aime les flatteurs.
Étymologie: φίλος, κόλαξ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκόλαξ: ᾰκος adj. любящий (общество) льстецов Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκόλαξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κόλακας, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 8, 1, Ρητ. 1. 11, 26.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που αγαπά τις κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κόλαξ, -ακος].
Greek Monotonic
φῐλοκόλαξ: ὁ, ἡ, αυτός που του αρέσουν οι κολακίες, σε Αριστ.