φιλοίφης

Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

German (Pape)

[Seite 1280] ὁ, den Beischlaf liebend, ein geiler Mensch, Theocr. 4, 62.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοίφης: -ου, ὁ, (οἰφάω) ὁ φιλῶν τὸ συνουσιάζειν, τὴν σαρκικὴν συνουσίαν, φιλοσυνουσιαστής, λάγνος, Θεόκρ. 4. 62, Εὐστ. 1597. 30, Ἐτυμολ. Μέγ. 531, 24· ― καὶ φίλοιφος, ον, «πασχητὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. φιλοίφας Ααυτός που του αρέσουν οι σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -οίφης (< οἴφω «συνουσιάζομαι»)].

Russian (Dvoretsky)

φιλοίφης: οἴφω похотливый, сластолюбивый Theocr.