οἴφω
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
Dor.= ὀχεύω: have sex, make love, copulate (only of human beings), τὰν Χελιδονίδα Plu.Pyrrh.28, cf. IG12(3).536 (Thera, vii B. C.), Leg.Gort.2.3; οἰφεῖ, as if from οἰφέω, in prov. ἄριστα χωλὸς οἰφεῖ = a lame man makes the best lover Mimn.15 Diehl, Com.Adesp.36, Diogenian.2.2:—hence οἰφόλης, and fem. οἰφόλις, lewd, IG12(5).97 (Naxos), Hsch., Eust.1597.29.
French (Bailly abrégé)
avoir un commerce intime ; τινά avec qqn.
Étymologie: DELG skr. yábhati, russe jebu.
German (Pape)
= ὀπυίω, heiraten und ehelich beiwohnen, beschlafen, τινά, Plut. Pyrrh. 28; Vetera Lexica.
Russian (Dvoretsky)
οἴφω: вступать в любовную связь (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οἴφω: Λακων. λέξ. = ὀπυίω, οἶφε, τὰν Χελιδονίδα (ἢ Χελιδωνίδα) Πλουτ. Πύρρ. 28· - παρ’ Ἀθην. 568Ε, οἰφεῖς ἢ οἰφᾷς, ὡς ἐκ ῥήμ. οἰφέω, -άω, πρβλ. Παροιμιογρ. σ. 125, 165. - Ἐντεῦθεν οἰφόλης, «ὁ μὴ ἐγκρατής, ἀλλὰ καταφερὴς πρὸς γυναῖκα» Ἡσύχ., προσέτι οἰφόλις, «γυνὴ καταφερής, μάχλος, πασχητιῶσα» ὁ αὐτ., πρβλ. Εὐστ. 1597. 29· ὡς τὸ ὀπυιόλης ἐκ τοῦ ὀπυίω (πρὸς ὃ συγγενεύει), καὶ ἐν συνθέσει φιλοίφης καὶ φίλοιφος, μιξοιφία. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233 κἑξ.
Greek Monolingual
οἴφω και σπαν. οἰφῶ, -έω (Α)
(δωρ. τ.) (για άνδρα) συνευρίσκομαι με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἴφω έχει συνδεθεί με τ. της ίδιας σημ., όπως αρχ. ινδ. yabhati, αρχ. σλαβ. jebo, ρωσ. jebu. Παρ' όλα αυτά, προβλήματα παρουσιάζει η διαφορά ανάμεσα στη ρίζα oibh- του οἴφω και στη ρίζα yebh- ή yobh-, όπως εμφανίζεται στις άλλες γλώσσες. Κατ' άλλη άποψη, το ελλ. οἴφω πρέπει να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας yebh- με προθεματικό φωνήεν ο-. Κατ' άλλους, τέλος, οι τ. ανάγονται σε ρίζα με λαρυγγικό φθόγγο (ә3)yebh- / (ә3)eibh-. Το ρ. οἴφω απαντά ως β' συνθετικό στα συνθ. κόροιφος και φίλοιφος, καθώς και στο ανθρωπωνύμιο Κόροιβος, το ηχηρό σύμφωνο του οποίου οφείλεται πιθ. στην επίδραση μιας γλώσσας στην οποία το δασύ bh- θα αντιπροσωπευόταν με ηχηρό b- (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Οίβαλος, πιθ. ιλλυρικής προέλευσης). Το ρ. οἴφω, τέλος, πολύ γρήγορα έπαυσε να χρησιμοποείται και αντικαταστάθηκε από τα ρ. μίσγομαι και γαμῶ].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: futuo (Thera, Gort., Plu. Pyrrh. 28). On the spread and stilistic character of οἴφω Wackernagel Unt. 228.
Other forms: uncertain -έω (Mimn.; Schwyzer 721).
Compounds: As 2. member in φιλ-οίφ-ας m. (Theoc. 4, 62; on -ας Schwyzer 451), Κόρ-οιφος Att. PN, also Κόρ-οιβος (Phryg. form?, Kretschmer Glotta 14, 199).
Derivatives: οἰφ-όλης m. fututor (Naxos, H.), -όλις f. (H.); on the formation Schwyzer 484 w. n. 4, Chantraine Form. 238.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From οἴφω the synonymous Skt. yábhati, Slav., e.g. OCS jebǫ, Russ. jeb-ú, -átь can hardly be separated. For the phonetic deviation (IE *oibh-: *i̯ebh- or *i̯obh-) one could best blame the obscene meaning (Pisani Mél. Pedersen 242 n. 1); after Specht KZ 59, 121 n. 2, however, IE inversion of the anlaut; diff., not to be preferred, Brugmann IF 29, 238 n. 1 a. 32, 319ff. (agreeing Schwyzer 722 n. 1): zero grade w. prefix o-ibh-; still diff. Hirt (s. Brugmann l. c.): disyllabic oi̯ebh-. -- An unaspirated Illyrian form is supposed by v. Blumenthal Hesychst. 8 f. in Οἴβαλος, name of a Laconian Heros; agreeing Krahe Die Spr. d. Illyrier 46. From there after v. B. ὠβάλλετο διωθεῖτο H. (?); further quite doubtful combinationa ibd. -- WP. 1, 198, Pok. 298. - One has tried to connect Ζέφυρος, s.v.
Frisk Etymology German
οἴφω: (Thera Gort., Plu. Pyrrh. 28),
{oíphō}
Forms: unsicher -έω (Mimn. u.a.; Schwyzer 721)
Grammar: v.
Meaning: futuo;
Composita: als Hinterglied in φιλοίφας m. (Theok. 4, 62; zu -ας Schwyzer 451), Κόροιφος att. PN, auch Κόροιβος (phryg. Form?, Kretschmer Glotta 14, 199).
Derivative: Davon οἰφόλης m. fututor (Naxos, H.), -όλις f. (H.); zur Bildung Schwyzer 484 m. A. 4, Chantraine Form. 238. — Über Verbreitung und Stilcharakter von οἴφω Wackernagel Unt. 228.
Etymology: Von οἴφω können die synonymen aind. yábhati, slav., z.B. aksl. jebǫ, russ. jeb-ú, -átь schwerlich getrennt werden. Für die lautliche Abweichung (idg. oibh-: i̯ebh- od. i̯obh-) wird man am ehesten die obszöne Bed. verantwortlich machen (Pisani Mél. Pedersen 242 A. 1); nach Specht KZ 59, 121 A. 2, dagegen idg. Umstellung des Anlauts; anders, nicht vorzuziehen, Brugmann IF 29, 238 A. 1 u. 32, 319ff. (zustimmend Schwyzer 722 A. 1): Schwundstufe m. Präfix o-ibh-; noch anders Hirt (s. Brugmann an letztgen. St.): zweisilbiges oi̯ebh-. — Eine unaspirierte illyrische Form wird von v. Blumenthal Hesychst. 8 f. in Οἴβαλος, N. eines lakonischen Heros, vermutet, weil sein Heroon nach Paus. 3, 15, 10 unweit dem Tempel des Ποσειδῶν Γενέθλιος lag; zustimmend Krahe Die Spr. d. Illyrier 46. Davon nach v. B. ὠβάλλετο· διωθεῖτο H. (?); weitere ganz fragliche Kombinationen ebd. — WP. 1, 198 (wo mit Brugmann auch ἅπτω einbezogen wird), Pok. 298 (mit langob.-germ. Hypothese nach Krahe bei v. Blumenthal a. O.).
Page 2,371