φυσίαμα

Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό,

   A breathing hard, blowing, ῥέγκουσι δ' οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν A.Eu.53.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, das Blasen, Schnauben, Hauchen, Aesch. Eum. 53.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσίᾱμα: τό, φύσημα δυνατὸν τῆς ἀναπνοῆς, ῥέγκουσι δ’ οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 53.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit d’une respiration forte.
Étymologie: φυσιάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α φυσιῶ
δυνατό φύσημα, ρουθούνισμα.

Greek Monotonic

φῡσίᾱμα: τό, δυνατό φύσημα αναπνοής, φύσημα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φῡσίᾱμα: ατος τό дыхание или сопение Aesch.