χοιρίον
English (LSJ)
τό, Dim. of χοῖρος,
A pigling, porker, Ar.Ach.740. II Dim. of χοῖρος 1.2, Id.V.1353.
German (Pape)
[Seite 1362] τό, 1) dim. von χοῖρος, Schweinchen, Ar. Ach. 740 u. öfter; aber auch – 2) dim. von χοῖρος 2, Ar. Vesp. 1353.
Greek (Liddell-Scott)
χοιρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χοῖρος, χοιρίδιον, «γουρουνόπουλον», Ἀριστοφ. Ἀχ. 740 κἑξ.· πρβλ. μυστικός. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ χοῖρος Ι. 2, Ἀριστοφ. Σφ. 1353.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit cochon, animal;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: χοῖρος.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, Α χοῑρος
(υποκορ. τ.)
1. μικρός στην ηλικία χοίρος, χοιρίδιο
2. το αιδοίο της γυναίκας («ἐγώ σ', ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ λυσάμενος ἔξω παλλακήν, ὦ χοιρίον», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
χοιρίον: τό, υποκορ. του χοῖρος, γουρουνάκι, χοιρίδιο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χοιρίον: τό demin. к χοῖρος 1 и 2.