χορδότονος

Revision as of 06:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό-τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.

Russian (Dvoretsky)

χορδότονος: с натянутыми струнами (λύρα Soph.).