ὤκιστος

Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

old Sup. of ὠκύς (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὤκιστος: ὠκίων, ἀνώμαλον ὑπερθ. καὶ συγκρ. τοῦ ὠκύς.

French (Bailly abrégé)

v. ὠκύς.

English (Autenrieth)

see ὠκύς.

Greek Monotonic

ὤκιστος: ὠκίων, ανώμαλος υπερθ. και συγκρ. του ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὤκιστος: (= ὠκύτατος) superl. к ὠκύς.