ὠκύτατος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

French (Bailly abrégé)

v. ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύτατος: (= ὤκιστος) superl. к ὠκύς.