ψυχρολούτης

Revision as of 06:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A bather in cold water, Lat. psychroluta Seneca Ep.53.3.

German (Pape)

[Seite 1405] ὁ, der sich in kaltem Wasser badet.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολούτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ψυχρῷ ὕδατι λουόμενος, πρβλ. Seneca Ep. 53.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μτφ. αυτός που πλύνεται με κρύο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λούτης (< λούω)].

Russian (Dvoretsky)

ψυχρολούτης: ου ὁ купающийся в холодной воде Sen.