ψυχρολούτης
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ψυχρολούτου, ὁ, bather in cold water, Lat. psychroluta Seneca Ep.53.3.
German (Pape)
[Seite 1405] ὁ, der sich in kaltem Wasser badet.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρολούτης: ου ὁ купающийся в холодной воде Sen.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρολούτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ψυχρῷ ὕδατι λουόμενος, πρβλ. Seneca Ep. 53.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μτφ. αυτός που πλύνεται με κρύο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λούτης (< λούω)].