κακαγόρος

Revision as of 06:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

κακᾱγορία, Dor. for κακηγ-, Pi.O.1.53, P.2.53.

Greek Monolingual

κακαγόρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος.

Greek Monotonic

κακαγόρος: Δωρ. αντί κακηγόρους, αιτ. πληθ. του κατήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακαγόρος -ον Dor. voor κακηγόρος.