κακηγόρος
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ον, Doric κακαγόρος, (< ἀγορεύω) evil-speaking, abusive, slanderous, Pi. O. 1.53; γλῶττα Pl. Phdr. 254e; κ. τινος abusive of one, Ath. 5.220a; Comp. κακηγορίστερος Pherecr. 96; Sup. -ίστατος Ecphant. 5. Adv. -ρως Poll. 8.81.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle mal de, médisant, diffamateur.
Étymologie: κακός, ἀγορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, ὑβριστικός, ὀνειδιστικός, Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· γλῶττα Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Η΄, 81.
Greek Monolingual
κακηγόρος και δωρ. τ. κακαγόρος, -ον (Α)
αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδηγόρος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.
Mantoulidis Etymological
(=βριστικός, πού κακολογεῖ). Ἀπό τό κακῶς + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κακηγόρος: κακηγορία (=κακολογία), κακηγορίας δίκη (=ἀγωγή γιά δυσφήμιση), κακηγορῶ (=κακολογῶ).
German (Pape)
Böses von Einem redend, verleumdend, schmähend; Pind. Ol. 1.53; γλῶττα Plat. Phaedr. 254e; Ath. V.220a; Poll. 2.127 führt aus den comic. den Kompar. κακηγορίστερος und den superl. κακηγορίστατος an; auch adv., Poll. 8.81.