κακαγόρος
From LSJ
English (LSJ)
κακαγορία, Dor. for κακηγόρος, Pi.O.1.53, P.2.53.
Greek Monolingual
κακαγόρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος.
Greek Monotonic
κακαγόρος: Δωρ. αντί κακηγόρους, αιτ. πληθ. του κατήγορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακαγόρος -ον Dor. voor κακηγόρος.
Middle Liddell
[doric for κακηγόρους, acc. pl. of κακήγορος.]