διάτροπος

Revision as of 07:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.

Greek (Liddell-Scott)

διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.

Spanish (DGE)

-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).

Greek Monolingual

διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.

Greek Monotonic

διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.