φύσεις

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek (Liddell-Scott)

φύσεις: -αἱ, physes, λίθοι τινὲς τίμιοι ποικιλόχροοι ἄνευ ὡρισμένου ἢ εἰδικοῦ ὀνόματος, Phn h. n. XXXVII. 74. Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. δὲν ἀνεγράφη ἡ σημείωσις αὕτη τῆς λέξ. φύσις, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

αἱ, Α
βλ. φύση.

English (Woodhouse)

mythical monsters

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)