φύσεις
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
φύσεις: -αἱ, physes, λίθοι τινὲς τίμιοι ποικιλόχροοι ἄνευ ὡρισμένου ἢ εἰδικοῦ ὀνόματος, Phn h. n. XXXVII. 74. Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. δὲν ἀνεγράφη ἡ σημείωσις αὕτη τῆς λέξ. φύσις, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
αἱ, Α
βλ. φύση.