εὐμετάβλητος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
εὐμετάβλητον, (> μεταβάλλω) easily changed, changeable, Arist Rh. 1373a30, M.Ant 5.33, etc. ; of food, easy of digestion, Hp. Alim. 49 ; τὸ εὐ., = εὐμεταβλησία (changeableness), Aesop. 367, Iamb. Protr. 21. κϚʹ. Adv. εὐμεταβλήτως Sch. Th. 3.37.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht veränderlich, Hippocr.; Arist. rhet. 1, 12 u. Sp. – Adv., Schol. Thuc. 3, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui change facilement.
Étymologie: εὖ, μεταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάβλητος: легко изменяющийся, изменчивый (σχήμασιν ἢ χρώμασιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάβλητος: -ον, (μεταβάλλω) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. Τέχνη Ρητ. 1. 12, 34· ἐπὶ τῆς τροφῆς, εὔπεπτος, εὐκολοχώνευτος, Ἱππ. 383, 8· τὸ εὐμ. = τῷ προηγ., Αἴσωπ. 315. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, -ον)
1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν)
η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο του χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.)
αρχ.
(για τροφή) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος.
επίρρ...
ευμεταβλήτως (ΑΜ εὐμεταβλήτως)
με τρόπο που μεταβάλλεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βλητός (< μεταβάλλω)].
Greek Monotonic
εὐμετάβλητος: -ον (μεταβάλλω), αυτός που αλλάζει, μεταβάλλεται εύκολα, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-μετάβλητος, ον μεταβάλλω
easily changed, Arist.
Translations
Bulgarian: непостоянен; Chinese Mandarin: 多變, 多变, 善變, 善变; Finnish: vaihteleva; French: changeant; Georgian: ცვალებადი; German: wechselhaft, wandelbar; Irish: luaineach; Italian: ondivago; Japanese: 変わりやすい; Maori: taurangi; Portuguese: variável; Romanian: schimbăcios, schimbător, nestatornic; Russian: изменчивый, переменчивый, непостоянный; Spanish: variable, cambiante