κατέσσυτο

Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek (Liddell-Scott)

κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.

English (Autenrieth)

see κατασεύομαι.

Greek Monotonic

κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέσσυτο indic. aor. 3 sing. van κατασεύομαι.