κατέσσυτο

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέσσυτο indic. aor. 3 sing. van κατασεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.

English (Autenrieth)

see κατασεύομαι.

Greek Monotonic

κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.