κατασεύομαι
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
Pass.,
A rush down along, c. acc., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Il.21.382: abs., rush down, κατεσσύμενος Q.S.4.270.
2 rush against, κατεσσεύεσθε λεόντων Nonn. D. 5.353.
German (Pape)
[Seite 1377] (s. σεύω), herab-, zurückstürzen, eilen; κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα, floß wieder hinab in das Flußbett, Il. 21, 382; κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα Qu. Sm. 4, 270; Nonn. D. 34, 155.
French (Bailly abrégé)
s'élancer en arrière, refluer.
Étymologie: κατά, σεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σεύομαι langs... naar beneden snellen, met acc.: ἄψορρον δ’ ἄρα κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα de golf stroomde weer omlaag door de fraaie bedding Il. 21.382.
Russian (Dvoretsky)
κατασεύομαι: откатиться назад, отхлынуть (κῦμα κατέσσυτο Hom.).
English (Autenrieth)
only aor. 2, κατέσσυτο, rushed down, Il. 21.382†.
Greek Monolingual
κατασεύομαι (Α)
1. φέρομαι ή ορμώ προς τα κάτω («κῡμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.)
2. ορμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σεύομαι «ορμώ»].
Greek Monotonic
κατασεύομαι: Παθ., ορμώ προς τα πίσω, με αιτ. κῦμα κατέσσυτο (Επικ. αορ. βʹ) ῥέεθρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατασεύομαι: φέρομαι ἢ ὁρμῶ ὀπίσω εἰς…, μετ’ αἰτιατ., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα, κατὰ καλὰ ῥ., ἐπανῆλθεν ὀπίσω εἰς τὴν κοίτην του μὲ ὁρμήν, Ἰλ. Φ. 382· ἀπόλ., ὁρμῶ πρὸς τὰ κὰτω, μεθ’ ὁρμῆς καταπίπτω, κατεσσύμενος ἱδρὼς Κόϊντ. Σμ. 4. 270. 2) ὁρμῶ ἐναντίον τινός, κατεσσεύεσθε λεόντων Νόνν. Δ. 5. 353.
Middle Liddell
Pass., to rush back into, c. acc., κῦμα κατέσσυτο (epic aor2) ῥέεθρα Il.