καυκαλίς

Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, an umbelliferous plant,

   A Tordylium apulum, Thphr.HP7.7.1, Nic.Th.843 (pl.), Dsc.2.139, Gp.12.32.1, prob. in Numen. ap. Ath.9.371c; cf. καυσαλίς and καυκιάλης.

German (Pape)

[Seite 1407] ίδος, ἡ, eine doldenartige Gartenpflanze; Nic. Th. 843; Ath. IX, 371 d.

Greek (Liddell-Scott)

καυκᾰλίς: -ίδος, ἡ, «καυκαλήθρα» ἢ «καυκαλίδα», εἶδος ἀγρίου λαχάνου, ὁμοίου τῷ ἀγρίῳ σελίνῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1, Διοσκ. 2. 169, Νικ. Θηρ. 843·- παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως καυκιάλης, ου, ὁ.

Greek Monolingual

καυκαλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. καυκαλίδα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυκαλίς -ίδος, ἡ [καῦκος] pimpernel (plant).