κιρσώδης

Revision as of 07:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ες,

   A = κιρσοειδής, Hp.Prorrh.2.10, Gal.UP14.7 (Comp.), 10.

German (Pape)

[Seite 1442] ες, = κιρσοειδής, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσώδης: -ες, = κιρσοειδής, Ἱππ. 94C, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α κιρσώδης, -ῶδες) κιρσός
1. κιρσοειδής
νεοελλ.
αυτός που είναι γεμάτος κιρσούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρσώδης -ες geneesk. als een spatader.