κόρευμα

Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.

Greek (Liddell-Scott)

κόρευμα: τό, = κορεία, παρθενία, Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
virginité.
Étymologie: κορεύομαι.

Greek Monolingual

κόρευμα, τὸ (Α) κορεύομαι
η ιδιότητα της παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῡδ' ἀνδρός», Ευρ.).

Greek Monotonic

κόρευμα: τό = κορεία, παρθενία, σε Ευρ., στον πληθ.

Russian (Dvoretsky)

κόρευμα: ατος τό pl. девственность Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει ’ ἔλυσ ’ ἐγὼ κορεύματ ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.