κτείνυμι (Α)
κτείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτάνυμι, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα- και συνδέεται με αρχ. ινδ. ksa-nό-ti- «τραυματίζω» — το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κτείνω, ἔκτεινα].
κτείνυμι en κτεινύω, ook geschreven κτίννυμι en κτιννύω, doden.