παραθαλάττιος

Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

French (Bailly abrégé)

att. c. παραθαλάσσιος, α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime ; ἡ παραθαλαττία (γῆ) XÉN contrée maritime.
Étymologie: παρά, θάλασσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραθαλάττιος -α -ον, f. ook -ος, Ion. παραθαλάσσιος en παραθαλασσίδιος [παρά, θάλαττα] aan zee gelegen, kust‑: subst. ἡ παραθαλαττία = ἡ παραθαλάσσιος = τὰ παραθαλάσσια de kuststreek:. τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος de kust van Griekenland Hdt. 3.135.1.