περικνημίς

Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

German (Pape)

[Seite 580] ῖδος, ἡ, Bedeckung der Wade, Beinschiene; D. Hal. 4, 16; Plut. Philop. 9.

Greek (Liddell-Scott)

περικνημίς: -ῖδος, ἡ, περικάλυμμα τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
armure des jambes, jambart.
Étymologie: περί, κνήμη.

Greek Monotonic

περικνημίς: ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περικνημίς: ῖδος ἡ наголенник Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικνημίς -ίδος, ἡ [περί, κνήμη] scheenplaat.