πατρολῴας
English (LSJ)
A v. πατραλοίας.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πατραλοίας.
Russian (Dvoretsky)
πατρολῴας: ου ὁ NT = πατροκτόνος II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρολῴας zie πατραλοίας.
A v. πατραλοίας.
ὁ, Α
βλ. πατραλοίας.
πατρολῴας: ου ὁ NT = πατροκτόνος II.
πατρολῴας zie πατραλοίας.