πατρολῴας
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
v. πατραλοίας.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πατραλοίας.
Russian (Dvoretsky)
πατρολῴας: ου ὁ NT = πατροκτόνος II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρολῴας zie πατραλοίας.
Chinese
原文音譯:patralóaj 爬特而阿羅阿士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:父親-打穀
字義溯源:弒父者,殺尊長;由(προπάτωρ / πατήρ)*=父親)(ἅλων)*=打穀場)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 弒父的(1) 提前1:9