ποικιλόθρονος

Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').

German (Pape)

[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.

Greek Monotonic

ποικῐλόθρονος: -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε Σαπφώ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόθρονος: восседающий на разукрашенном престоле (Ἀφροδίτη Sappho).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.