το, Νκεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί.
πόσι: ион. Her. dat. к πόσις I.
πόσι Ion. dat. van 1. πόσις.πόσι voc. van 2. πόσις.