προσλάμπω

Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A shine upon, Pl.R.617a:—Pass., τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Placit.2.17.1.

German (Pape)

[Seite 772] dazu leuchten, hinleuchten; Plat. Rep. X, 617 a; Plut. u. a. Sp.; auch pass., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι, Plut. plac. phil. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσλάμπω: λάμπω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Πλάτ. Πολ. 617Α· ἐν τῷ παθ., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Πλούτ. 2. 889C.

French (Bailly abrégé)

briller sur, illuminer ; Pass. recevoir la lumière de, avec ὑπό τινος.
Étymologie: πρός, λάμπω.

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη σε κάτι ή πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

προσλάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσλάμπω: бросать свет, освещать Plat.: ἡλίου προσλάμποντος Plut. когда светит солнце; ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. освещаться солнцем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λάμπω verlichten, schijnen op.