πυρίαμα

Revision as of 08:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Ion. πυρί-ημα, ατος, τό,=

   A πυρία 1.2, Hp.Flat.9, Philist.63, Arist.Pr.866a24; = πυρία 1.1, Palaeph. 43.

German (Pape)

[Seite 821] τό, trockenes Schwitzbad; Arist. probl. 1, 55; Philist. bei Poll. 7, 168.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίᾱμα: τό, = πυρία, Ἱππ. 298. 48, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, Φιλόστρ. 63.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α πυριῶ
νεοελλ.
ιατρ. θερμό επίθεμα κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως είναι η φιάλη με θερμό νερό, τα καταπλάσματα κ.ά.
αρχ.
ατμόλουτρο, πυρία.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίᾱμα: ατος τό горячий компресс, припарка Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίᾱμα -ατος, τό, Ion. πυρίημα -ατος, τό [πυριάω] (warm) kompres.