επίθεμα

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

το (AM ἐπίθεμα) επιτίθημι
1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα»)
2. αλοιφή ή έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή νεύρωση φυτού
μσν.
διακοσμητική παράσταση, διακόσμηση
αρχ.
1. επικάλυμμα, σκέπασμα
2. κιονόκρανο
3. πρόσθεση, προσθήκη
4. πλειοδοσία
5. το στέλεχος του βέλους.