συγκοίμησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a sleeping together, lying with, ἡ τῶν γυναικῶν σ. Pl.R.460b, cf. Phdr.255e; μετὰ τῶν ἐραστῶν D.C.79.13.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das Zusammen- od. Miteinanderschlafen, der Beischlaf; Plat. Phaedr. 255 e Rep. V, 460 b; μετά τινος, D. C. 79, 13.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοίμησις: -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι ὁμοῦ, ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de coucher avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.
Greek Monotonic
συγκοίμησις: ἡ, το να κοιμάται κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, συγκοίμισμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συγκοίμησις: εως ἡ совместное (воз)лежание Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκοίμησις -εως, ἡ [συγκοιμάομαι] het samen slapen:. ἡ ἐξουσία τῆς τῶν γυναικῶν συγκοιμήσεως de gelegenheid om met vrouwen naar bed te gaan Plat. Resp. 460b.