συγγηθέω

Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

pf. -γέγηθα,

   A rejoice with, τινι E.Hel.727.

German (Pape)

[Seite 961] (s. γηθέω), sich mitfreuen, ξυγγέγηθα, Eur. Hel. 732.

Greek (Liddell-Scott)

συγγηθέω: πρκμ. -γέγηθαι, χαίρω μετά τινος, τινι, Εὐριπ. Ἑλλ. 727· συγγήθω, Θεόδ. Στουδ. 369D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se réjouir avec, τινι.
Étymologie: σύν, γηθέω.

Greek Monotonic

συγγηθέω: παρακ. -γέγηθα, χαίρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συγγηθέω: радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость: ὅστις μὴ ξυγγέγηθε καὶ ξυνωδίνει κακοῖς Eur. кто не разделил (чьих-л.) ни радостей, ни горя.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-γηθέω samen (met...) blij zijn, met dat.