συστρεπτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A coagulative, of cold, Hp.Epid.6.3.6, Vict.2.54.
German (Pape)
[Seite 1045] ή, όν, zusammendrehend, -ziehend, Hippocr.; dicht, fest machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συστρεπτικός: -ή, -όν, πάνυ ψυχρός, συμπηγνύων, ἐπὶ τοῦ ψύχους, Ἱππ. 1175C, ἴδε συστρέφω Ι. 6.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συστρέφω
(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συστρεπτικός -ή -όν [συστρέφω] stollend, stremmend, coagulerend.