συσκεπτέον

Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must consider, μετά τινος Pl.Sph.218b.

Greek (Liddell-Scott)

συσκεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συσκοπέω, δεῖ συσκοπεῖν, κοινῇ μετ’ ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Πλάτ. Σοφ. 218Β.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκεπτέον [σύν, σκέπτομαι] adj. verb. n. van συσκέπτομαι er moet gezamenlijk beschouwd worden. Plat. Sph. 218b.