συσκεπτέον
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
one must consider, μετά τινος Pl.Sph.218b.
Greek (Liddell-Scott)
συσκεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συσκοπέω, δεῖ συσκοπεῖν, κοινῇ μετ’ ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Πλάτ. Σοφ. 218Β.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκεπτέον [σύν, σκέπτομαι] adj. verb. n. van συσκέπτομαι er moet gezamenlijk beschouwd worden. Plat. Sph. 218b.