κοκκύμηλον
English (LSJ)
τό,
A plum, Archil.173, Hippon. 81, Alex.272.5, Thphr.HP1.10.10, Gal.6.613.
German (Pape)
[Seite 1471] τό (Kuckucksapfel), Pflaume; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκύμηλον: τό, μῆλον τοῦ κόκκυγος, ὄνομα τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, εἶδος ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prune, fruit.
Étymologie: κόκκυξ, μῆλον².
Greek Monolingual
κοκκύμηλον, τὸ (Α)
το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το -υ- υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση της λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό του συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε πιθ. το σύνθετο κοδύ-μαλον (βλ. κυδώνι].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: plum (Archil.)
Derivatives: κοκκυμηλέα f. plum-tree (Arar. Com., Thphr.), -μηλών m. plum-garden (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection zu κόκκος seems probable given the facts ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); -υ- would be folk-etymological after κόκκυξ, though there is no further motivation; cf. Strömberg Pflanzennamen 73. Note κοδύ-μαλον (s. κυδώνια). Could be Pre-Greek.