βήλημα

Revision as of 23:55, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

(i.e. ϝηλ-), ατος, τό,

   A = κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῷ (Lacon.), Hsch., cf. IG5(1).1390.104 (Andania).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mota, represa μήτε [τὸ β] ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ IG 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch.

• Etimología: De Ϝήλημα a partir de εἰλέω < Ϝελνέω q.u.

Frisk Etymological English

Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Origin: see εἴλω
Etymology: To Messen. ἤλημα. - From *Ϝέλ-νημα, s. εἴλω and ἁλής.