δευκής
English (LSJ)
ές,
A = γλυκύς, dub. in Nic.Al.328; cf. δευκές· λαμπρόν, ὅμοιον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δευκής: -ές, = γλυκύς, Νίκ. Ἀλ. 328· δεῦκος, τό, λέγεται ὅτι εἶναι Αἰολ. ἀντὶ τὸ γλυκύ· πρβλ. ἀδευκής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. γλυκύς.
Étymologie: cf. δεῦκος.
Spanish (DGE)
-ές
1 dulce ποτός Nic.Al.328.
2 δευκές· [λαμπρόν.] ὅμοιον Hsch.
Greek Monolingual
δευκής, -ές (Α)
γλυκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δευκής πιθ. κατ' απόσπαση από το αδευκής].
Frisk Etymological English
See also: s. ἀδευκής