δευκής

Revision as of 00:09, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A = γλυκύς, dub. in Nic.Al.328; cf. δευκές· λαμπρόν, ὅμοιον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δευκής: -ές, = γλυκύς, Νίκ. Ἀλ. 328· δεῦκος, τό, λέγεται ὅτι εἶναι Αἰολ. ἀντὶ τὸ γλυκύ· πρβλ. ἀδευκής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. γλυκύς.
Étymologie: cf. δεῦκος.

Spanish (DGE)

-ές
1 dulce ποτός Nic.Al.328.
2 δευκές· [λαμπρόν.] ὅμοιον Hsch.

Greek Monolingual

δευκής, -ές (Α)
γλυκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δευκής πιθ. κατ' απόσπαση από το αδευκής].

Frisk Etymological English

See also: s. ἀδευκής