δυσκραής

Revision as of 00:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A intemperate, Opp.H.2.517.

German (Pape)

[Seite 683] ές, schlecht gemischt, d. i. nicht gemäßigt, ῥιπή Opp. H. 2, 517.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκρᾱής: -ές, = δύσκρατος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 517.

Spanish (DGE)

(δυσκρᾱής) -ές destemplado, excesivo ῥιπή Opp.H.2.517.

Greek Monolingual

-ές (Α δυσκραής, -ές)
(για κλίμα) αυτός που δεν είναι ευκραής, δηλ. ο πολύ θερμός ή πολύ ψυχρός
νεοελλ.
(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή κράση.

Frisk Etymological English

See also: s. εὑκραής.