ευκραής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
εὐκραής, -ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής)
μσν.
(για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα
αρχ.
1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.)
2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῖς τόποι», Αριστοτ.)
3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.
επίρρ...
εὐκραῶς (Μ)
ήπια, μέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από το ευκράς (ευ + κεράννυμι) + -αής, τ. στον οποίο εμφανίζεται ως β' συνθετικό το αμφίβολο άος «αέρας», γλώσσα του άημι. Θεωρήθηκε λανθασμένα αντώνυμο του ακραής (ακρ-αής και όχι α-κραής). Αναλογικά σχηματίστηκε τ. δυσ-κραής].