ῥιπή

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑπή Medium diacritics: ῥιπή Low diacritics: ριπή Capitals: ΡΙΠΗ
Transliteration A: rhipḗ Transliteration B: rhipē Transliteration C: ripi Beta Code: r(iph/

English (LSJ)

ἡ, (ῥίπτω) poet. Noun,
A swing or force with which anything is thrown, ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ.. τέτυκται as far as is the flight of a javelin, Il.16.589; λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς 12.462, Od.8.192; πέτριναι ῥ. E. Hel.1123 (lyr.); βελέων ῥ. Pi.N.1.68; ὑπὸ ῥιπῆς.. Βορέαο the sweep or rush of the Northern wind, Il.15.171, 19.358, cf. B.5.46; κυμάτων ῥιπαὶ ἀνέμων τε Pi.P.4.195, cf. Parth.2.20, Fr.88.2; ῥιπὴ ἀνέμων Id.P.9.48, S.Ant.137 (lyr., here metaph. of gusts of passion, cf. 930); ῥ. Διόθεν τεύχουσα φόβον storm, A.Pr.1089 (anap.), cf. A.R.1.1016; ῥιπὴ πυρός rush of fire, Il.21.12; ἀνδρός 8.355; ἀθανάτων Hes.Th.681, 849; κεραυνῶν, χαλάζης, Opp.H.3.21, Q.S.14.77; ὑπὸ ῥιπῇς Ἀφροδίτης, of love, Opp.H.4.141; νυχιᾶν (ἐννυχιᾶν Lachm.) ἀπὸ ῥιπᾶν from the night storms, i.e. from the North, the land of darkness and storms, S.OC1248 (lyr., but Sch. understands Ῥιπᾶν, v. Ῥῖπαι).
2 πτερύγων ῥιπαί flapping of wings, A.Pr.126 (anap.), cf. E.Fr.594.4; buzz of a gnat's wing, A.Ag.893; of the lyre's quivering notes, Pi.P.1.10.
3 quivering, twinkling light, ῥιπαὶ ἄστρων S.El.106 (anap.).
b of any rapid movement, ῥ. ποδῶν E.IT885 (lyr.); ῥιπὴ ὠκυάλῳ, of a dolphin, Opp.H.2.535; of a bird's wing, οὐδὲ τινάσσει ῥιπήν A.R.2.935; ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ = in the twinkling of an eye, 1 Ep.Cor. 15.52.
4 a strong smell, ῥιπὴ οἴνου Pi.Fr.166.

German (Pape)

[Seite 844] ἡ, der Wurf, Schwung, die Wucht, Kraft, mit der ein Gegenstand geworfen wird, auch die Kraft des geworfenen Gegenstandes selbst, sein Schwung; αἰγανέης, λᾶος, Il. 16, 589. 12, 462 Od. 8, 192, Steinwurf, wie πετρίναις ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντες, Eur. Hel. 1133; Βορέαο, der gewaltsame Andrang des Nordwindes, Il. 15, 171. 19, 358; u. so ῥιπαὶ ἀνέμων, Soph. Ant. 137, so auch wohl O. C. 1250 zu erklären; Pind. P. 9, 48 u. sp. D., auch ῥιπή allein, der Sturm; πυρός, die Gewalt des Feuers, mit der es auflodert, Il. 21, 12; ἀνδρός, der stürmische Andrang des Mannes, 8, 355; auch von geistiger Gewalt, ἀθανάτων, Hes. Th. 681, Pind. nur im plur., βελέων N. 1, 68, κυμάτων ἀνέμων τε, Wogen- u. Sturmesdrang, P. 4, 195, auch οἴνο υ' trg. 147; sp. D.; von Geschossen, ὀϊστῶν, Ap. Rh. 4, 851; Opp. Hal. 2, 505; vom Donner, 3, 21; vom Hagel, Qu. Sm. 14, 77; ὠκύαλος, das schnelle Springen, Opp. Hal. 2, 535; von der Brunst, ὑπὸ ῥιπ ῇς Ἀφροδίτης, ib. 4, 141; – ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς, mit schnellem Flügelschlage, Aesch. Prom. 126, vgl. Ag. 867, wo es von dem summenden Hin- u. Herfliegen der Mücken heißt λεπταῖς ὑπ αὶκώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι θωΰσσοντος. übertr., der Antrieb. τοιάδ' ἐπ' ἐμ οὶ ῥιπὴ Διόθεv τεύχουσα φόβον στείχει, Prom. 1091; ποδῶν, Eur. I. T. 885. – Auch vom Eindrucke der schnellen Bewegung auf das Gesicht, bes. von glänzenden Gegenständen, Flimmern, Funkeln, παμφεγγεῖς ἄστρων ῥιπαί, Soph. El. 106.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de jeter, action de lancer : ποδῶν EUR action de lancer le pied en avant, marche;
2 force d'impulsion (d'une javeline, d'une pierre, etc.) ; Βορέαο IL souffle impétueux de Borée ; πυρός IL jet de feu ; ἀνδρός IL course impétueuse d'un guerrier ; ἄστρων SOPH rayonnement des astres;
NT: clin d'œil.
Étymologie: ῥίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑπή: дор. ῥῑπά
1 метание, бросок, полет: αἰγανέης ῥ. Hom. бросок или полет копья; σανίδες διέτμαγεν λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς Hom. ворота были разбиты брошенным камнем; πετρίναις ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντες Eur. побитые насмерть камнями;
2 натиск, напор, порыв (Βορέαο Hom.; κυμάτων ἀνέμων τε Pind.): ῥ. πυρός Hom. бушующее пламя; ἀνδρὸς ἑνὸς ῥιπῇ Hom. (видно, ахейцы погибнут) от неистовства одного человека; πτερύγων ῥιπαί Aesch. взмахи крыльев; κώνωπος ῥιπαὶ θωΰσσοντος Aesch. полет жужжащего комара; ῥιπαὶ ἄστρων Soph. мерцание или сияние звезд; ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ NT в мгновение ока; ποδῶν ῥ. Eur. быстрота ног или бег; ῥ. οἴνου Pind. крепость или запах вина.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑπή: ἡ, (ῥίπτω) ποιητ. ὄνομα, ῥύμη, φορά, ὁρμὴ μεθ’ ἧς φέρεται πρᾶγμά τι ῥιπτόμενον, Λατ. impetus, ὅσση δ’ αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέκυκται, «ὅση δὲ ἀκοντίου ὁρμὴ ἐπιμήκους γίνεται» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 589· λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς Μ. 462, Ὀδ. Θ. 192· οὕτω πέτριναι ῥ. Εὐρ. Ἑλ. 1123· βελέων ῥ. Πινδ. Ν. 1. 102· ὑπὸ ῥιπῆς… Βορέαο Ἰλ. Ο. 171, Τ. 358· ῥιπαὶ κυμάτων ἀνέμων τε Πινδ. Π. 4. 346, πρβλ. Ἀποσπ. 58. 6· ῥ. ἀνέμων ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 84· ῥιπαὶ ἐχθίστων ἀνέμων Σοφ. Ἀντ. 137 (ἔνθα κεῖται μεταφορικῶς ἐπὶ τῆς μανιώδους παραφορᾶς τοῦ Καπανέως, 929)· οὕτω καί, ῥιπὴ Διόθεν τεύχουσα φόβον, καταιγίς, Αἰσχύλ. Πρ. 1089, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1016· -ἐν τῷ αἳ δ’ ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν’, αἳ δ’ ἐννυχιᾶν (κατὰ Lachm.) ἀπὸ ῥιπᾶν (Σοφ. Ο. Κ. 1248), τὸ ἐνν. ἀπὸ ῥιπᾶν πιθανῶς σημαίνει ἀπὸ τοῦ μέρους τῶν νυκτερινῶν καταιγίδων δηλ. ἀπὸ Βορρᾶ ὅπου ὑπάρχει ὁ τόπος τοῦ σκότους καὶ τοῦ γνόφου· (ὁ Σχόλ. ἀνεγίνωσκε Ῥιπᾶν, δηλ. τῶν Ριπαίων ὀρέων· πρβλ. Ῥίπας ὄρος Ἀλκμὰν 42· ὑπ’ αὐτὴν δὲ τὴν ἄρκτον ὑπέρ τῆς ἐσχάτης Σκυθίας αἱ καλούμεναι Ῥῖπαι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 19, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· -ῥ. πυρὸς, ἡ ὁρμὴ τοῦ πυρός, Ἰλ. Φ. 12· ῥ. ἀνδρὸς Θ. 355· ἀθανάτων Ἡσ. Θ. 681, 849· κεραυνῶν, χαλάζης, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 141· - οὕτω, 2) ῥ. πτερύγων, κίνησις τῶν πτερύγων, Αἰσχύλ. Πρ. 126· ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ κώνωπος, ἐν δ’ ὀνείρασιν λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι θωΰσσοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 893· ἐπὶ τῶν παλλομένων φθόγγων τῆς λύρας, Πινδ. Π. 1. 18· - ἔπειτα 3) ἐπὶ τοῦ ὑποτρέμοντος φωτὸς τῶν ἀστέρων, ῥιπαὶ ἄστρων Σοφ. Ἠλ. 106· καὶ ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, ῥ. ποδῶν Εὐρ. Ι. Τ. 885· ῥ. ὠκυάλῳ, ἐπὶ δελφῖνος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 535· ἐν ῥ. ὀφθαλμοῦ, ὡς καὶ νῦν, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορινθ. ιέ, 52, Ἐκκλ.· - ἐν τέλ. 4) ἐπὶ ἰσχυρᾶς ὀσμῆς, ῥ. οἴνου Πινδ. Ἀποσπ. 147. - Πρβλ. βολή, ὁρμή, ῥύμη, φορά. ΙΙ. ἡ πτέρυξ ὡς ὄργανον ταχείας κινήσεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 935.

English (Strong)

from ῥίπτω; a jerk (of the eye, i.e. (by analogy) an instant): twinkling.

Greek Monolingual

η / ῥιπή, ΝΜΑ
φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ» — ακαριαία, σε μια στιγμή
νεοελλ.
1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση της σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση της σκανδάλης («βολή κατά ριπάς»)
2. ομαδική βολή πυροβόλων όπλων («ριπή πυροβολαρχίας»)
3. πνοή ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)
4. (μετεωρ.) φρ. «ριπή ανέμου» — αιφνίδιος, σφοδρός, μικρής διάρκειας άνεμος, που δείχνει απότομη, σχεδόν στιγμιαία, αύξηση της βαρομετρικής πίεσης
αρχ.
1. ορμή, φορά, δύναμη με την οποία φέρεται ένα πράγμα που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ Διόθεν τεύχουσα φόβον», Αισχύλ.
β. «βελέων ῥιπή», Πίνδ.
γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», Ομ. Ιλ.)
2. γρήγορη κίνηση και ο ήχος που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει», Αισχύλ.
β. «ποδῶν ῥιπᾷ», Ευρ.)
3. ισχυρή, έντονη οσμήῥιπή οἴνου», Πίνδ.)
4. φρ. «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η ορμή του έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥιπ- του ῥίπτω + κατάλ. -ή].

Greek Monotonic

ῥῑπή: ἡ (ῥίπτω
1. φόρα ή ορμή με την οποία κάτι ρίχνεται, εκσφενδονίζεται, Λατ. impetus· αἰγανέης ῥιπή, πέταγμα, ρίψη, κίνηση ακοντίου στον αέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥιπὴ Βορέαο, σφοδρότητα ή ορμή του Βορείου ανέμου, στο ίδ.· ῥιπὴ Διόθεν, λέγεται για την καταιγίδα, σε Αισχύλ.· ἐννυχιᾶν ἀπὸῥιπᾶν, πιθανόν το ἀπὸ ῥιπᾶν έχει τη σημασία «από το μέρος των νυχτερινών καταιγίδων, δηλ. από τον Βορρά, όπου υπάρχει σκοτάδι βαθύ», σε Σοφ.· ῥιπὴ πυρός, ορμή, μανία της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ῥιπὴ πτερύγων, κίνηση, κυμάτισμα φτερών ή φτερούγισμα, σε Αισχύλ.· λέγεται για το βουητό, βούισμα των πτερυγίων της σκνίπας, του κουνουπιού, λεπταῖς ὑπαὶκώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι, στον ίδ.· λέγεται επίσης για το φως των αστεριών που σιγοτρέμει, ῥιπαὶ ἄστρων, σε Σοφ.· επίσης, για κάθε ταχεία, γρήγορη, ορμητική κίνηση, ῥιπαὶ ποδῶν, σε Ευρ.· ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, στο παίξιμο των βλεφάρων του ματιού, στη στιγμή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ῥῑπή, ἡ, ῥίπτω
1. the swing or force with which anything is thrown, Lat. impetus, αἰγανέης ῥιπή the flight of a javelin, Il.; ῥιπὴ Βορέαο the sweep or rush of the N. wind, Il.; ῥιπὴ Διόθεν, of a storm, Aesch.; ἐννυχιᾶν ἀπὸ ῥιπᾶν prob. means from the quarter of the night storms, i.e. from the North, Soph.; ῥ. πυρός the rush of fire, Il.
2. ῥ. πτερύγων a flapping of wings, Aesch.; of the buzz of a gnat's wing, Aesch.; of quivering light, ῥιπαὶ ἄστρων Soph.; of any rapid movement, ῥ. ποδῶν Eur.; ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ in the twinkling of an eye, NTest.

Chinese

原文音譯:?ip» 里胚
詞類次數:名詞(1)
原文字根:投
字義溯源:急動,眨眼,眨,一眨,急速運轉;源自(ῥίπτω)*=拋擲)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 一眨(1) 林前15:52

English (Woodhouse)

rush, action of a body in motion, of wings

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)