ἐττημένος

Revision as of 01:30, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. δια-ττάω),

   A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.

Greek Monolingual

ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].

Frisk Etymological English

See also: s. διαττάω.