κάραγος

Revision as of 01:41, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ο τραχὺς ψόφος, οἷον πρι<όντ>ων, Hsch. καραδάλη· ἀρμενοθήκη, Id.

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, ein scharfer, greller Ton, wie der Sägen, Hesych.

Greek Monolingual

κάραγος, ὁ (Α)
τραχύς ήχος σαν πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: ὁ τραχὺς ψόφος, οἷον πριών H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: - To κέκραγα as τάραχος (-χή) to τέτρηχα. S. κράζω and Bq s. v. Or is it Pre-Greek?