ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
το, Ν πριονίζωτεχνολ. η ενέργεια του πριονίζω, η κοπή ή η κατεργασία ξύλου ή άλλου υλικού με τη βοήθεια μηχανικού ή χειροκίνητου πριονιού.