καβαθα

Revision as of 02:06, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

(accent dub.), ἡ, prob.= Lat.

   A gabata, dish, Edict.Diocl. 15.51: also as neut. pl., καβαθα β UPZ149.40 (iii B.C.); [γ]αβαθα τρία Cumont Fouilles de Doura-EuroposP.372 No.13; cf. γαβαθόν, ζάβατος 11.

Greek Monolingual

καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)
(αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα].

Frisk Etymological English

Etymology: s. γάβαθον