κάλανδρος

Revision as of 02:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A lark, Dionys.Av.3.15.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.

Greek Monolingual

ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: kind of lark (Dionys. Av. 3, 15).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Ending like τάρανδ(ρ)ος, Μαίανδρος; origin unknown. - From there Ital. calandro a lark (Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 1486). S. also W.-Hofmann s. caliandrum. No doubt either Pre-Greek or a loan from Anatolia.