νώδυνος
English (LSJ)
ον, (
A n(è)-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος (q. v.), painless, νώδυνον κάματον τιθέναι Pi.N.8.50. II Act., soothing pain, φύλλον τι ν. S.Ph.44.
German (Pape)
[Seite 272] (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον θῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.
Greek (Liddell-Scott)
νώδῠνος: -ον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος, ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, φύλλον τι ν. Σοφ. Φιλ. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise la douleur.
Étymologie: νη-, ὀδύνη.
English (Slater)
νώδῠνος
1 free from pain ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)
Greek Monolingual
νώδυνος, -ον (Α)
1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.)
2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν-ώδυνος, περι-ώδυνος. Το ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
νώδῠνος: -ον (νη-, ὀδύνη)·
I. = ἀνώδυνος, βλ. αυτ., αυτός που δεν προκαλεί πόνους, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που μαλακώνει τον πόνο, που επενεργεί καταπραϋντικά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νώδῠνος: 1) не ощущающий боли, безболезненный (κάματος Pind.);
2) унимающий боль, болеутоляющий (φύλλον Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: feeling no pain (Pi.), alleviating pain (S.).
Derivatives: νωδυνία painlessness (Pi., Theoc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From priv. n̥- and ὀδύνη; s. on νωδός.