νωδός
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
νωδή, νωδόν, (neg. Particle νη-, ὀδούς) toothless, without teeth, dumb, enfeebled, weakened, Ar.Ach.715, Pl.266, Phryn.Com.79, Eub.146, Arist.Metaph.1068a7, Phoen.5.3 (dub. l.), Theoc.9.21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui n'a plus de dents, édenté;
2 fig. émoussé.
Étymologie: νη-, ὀδούς.
German (Pape)
1 (νη–, ὀδούς) zahnlos; Ar. Ach. 680, Plut. 266; Theocr. 9.21; übertragen, stumpf, ἐπιθυμίας ἀπημβλυμένας καὶ νωδάς, Plut. Non Posse 12.
2 Nach den Vetera Lexica auch (νη– αὐδή) sprachlos, besinnungslos, betäubt.
Russian (Dvoretsky)
νωδός: ὀδούς
1 беззубый Arph., Arst., Theocr. etc.;
2 перен. притупившийся (ἐπιθυμίαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νωδός: -ή, -όν, (νη-, ὁδοὺς) ὁ ἐστερημένος ὀδόντων, Λατιν. edentulus, Ἀριστοφ. Ἀχ. 715, Πλ. 266, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 21, Θεόκρ. 9. 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νωδός, -ή, -όν)
αυτός που δεν έχει δόντια, φαφούτης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νωδά
τάξη θηλαστικών στην οποία ανήκουν 31 ζώντα είδη και 8 εξαφανισμένες οικογένειες
αρχ.
μτφ. αμβλύς («ἐπιθυμίας ἐπημβλυμμένος καὶ νωδάς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη- + ὀδών «δόντι». Η λ. έχει σχηματιστεί κατά τα θεματικά ονόματα σε -ος (πρβλ. στραδός: στράβων και βαθύ-λειμος: λειμών). Το -ω-, τέλος, του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
νωδός: -ή, -όν (νη-, ὀδούς), αυτός που δεν έχει δόντια, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: toothless (Com., Arist., Theoc.).
Compounds: Determinative comp. νωδο-γέρων toothless elder (com.), s. Risch IF 59, 277.
Derivatives: νωδότης f. toothlessness (Porph.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From priv. n̥- (s. α-priv.) and ὀδών (ὀδούς) < *h₃dont- with with transition in the ο-decl., perhaps after the pattern of στράβων (: *νώδων): στραβός a.o. (Solmsen Wortforsch. 29 ff.), cf. also Schwyzer 431 and 566 n. 4. (Wrong De Lamberterie, RPh. LXXIV (2000( 277). On h₃ s. Beekes in Kortlandt, Armeniaca 186.)
Frisk Etymology German
νωδός: {nōdós}
Meaning: zahnlos (Kom., Arist., Theok.)
Derivative: mit νωδότης f. Zahnlosigkeit (Porph.). Determinativkomp. νωδογέρων zahnloser Alter (Kom.), s. Risch IF 59, 277.
Etymology: Aus priv. ν(ε)- (s. α-priv.) und ὀδών (ὀδούς) mit kompositioneller Dehnung und Übertritt in die ο-Dekl., vielleicht nach Muster von στράβων (: *νώδων): στραβός u.a. (Solmsen Wortforsch. 29 ff.). vgl. noch Schwyzer 431 und 566 A. 4 (mit Referat einer unhaltbaren Auffassung).
Page 2,330
Mantoulidis Etymological
(=χωρίς δόντια). Ἀπό τό νη (ἀρνητικό μόριο) + ὀδούς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Translations
Bikol Central: tipo; Bulgarian: беззъб; Czech: bezzubý; Danish: tandløs; Finnish: hampaaton; French: édenté; Galician: desdentado; German: zahnlos; Greek: άδοντος, φαφούτης, ξεδοντιάρης; Ancient Greek: νωδός; Hungarian: fogatlan; Icelandic: tannlaus; Inuktitut: ᑭᒍᑎᖃᖏᑦᑐᖅ; Irish: carballach, mantach; Italian: sdentato; Kazakh: тіссіз; Latin: edentulus; Latvian: bezzobains; Lithuanian: bedantis; Macedonian: беззаб, беззабен; Maori: niho more, niho ngore; Norwegian Bokmål: tannløs, tannlaus; Nynorsk: tannlaus; Pohnpeian: aupwahpw; Polish: bezzębny; Portuguese: banguelo, desdentado; Romanian: știrb, edentat; Russian: беззу́бый; Scots: tuithless; Spanish: desdentado, edéntulo; Swedish: tandlös; Tagalog: ngubngob; Turkish: dişsiz